- κοινοπους
- κοινόπουςκοινό-πους(acc. πουν) adj. одновременно являющийся
τίς φράσειεν ἂν ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν ; Soph. — кто мог бы доложить о том, что все мы здесь?
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τίς φράσειεν ἂν ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν ; Soph. — кто мог бы доложить о том, что все мы здесь?
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινόπους — κοινόπους, ουν (Α) αυτός που ήλθε μετά από κοινή πορεία, ταυτόχρονα, κάνοντας κοινό ταξίδι με άλλους («κοινόπουν παρουσίαν» ταυτόχρονη άφιξη πολλών ατόμων, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πούς (πρβλ. ισχνό πους, πλατύ πους)] … Dictionary of Greek
κοινόπουν — κοινόπους of common foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek